συνεργήτης

συνεργήτης
συνεργ-ήτης, ου, ,
A = συνεργατίνης, λαός AP7.693 (Apollonid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεργήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργήτης — ὁ, Α [συνεργῶ] φρ. «συνεργήτης λαός» πλήθος από ανθρώπους που κάνουν την ίδια δουλειά …   Dictionary of Greek

  • συνεργητικός — ή, ό / συνεργητικός, ή, όν, ΝΑ [συνεργήτης] αυτός που συνεργεί, που συντελεί σε κάτι νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η συνεργητική (κοινων. φιλοσ.) θεωρία τών φαινομένων συνεργίας ή σύμπραξης τόσο στη φύση, ανόργανη και οργανική, όσο και στην κοινωνία,… …   Dictionary of Greek

  • συνεργήτω — συνεργέω work together with pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) συνεργέω work together with pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) συνεργήτης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”